Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονίαμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονίαμα το [koníama] Ο49 : μείγμα από λεπτόκκοκη άμμο, νερό και κονία το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό στη δόμηση της τοιχοποιίας είτε ως υλικό επιχρίσματος.

[λόγ. < αρχ. κονίαμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go