Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομός ο [komós] Ο17 & κομό το [komó] Ο38 : έπιπλο της κρεβατοκάμαρας που φτάνει συνήθ. ως το ύψος της μέσης, καλύπτεται συνήθ. με μάρμαρο και έχει πολλά μεγάλα οριζόντια συρτάρια για την τακτοποίηση των λευκών ειδών, των εσωρούχων κτλ.
[ιταλ. como < γαλλ. commode και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]



