Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομψεύομαι [kompsévome] Ρ5.1β : ενδιαφέρομαι υπερβολικά για την εμφάνισή μου και προσπαθώ με κάθε τρόπο να είμαι ή να φαίνομαι κομψός, συνήθ. στη μπε., αυτός που ντύνεται με εξεζητημένη κομψότητα.
[λόγ. < αρχ. κομψεύομαι]



