Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομφούζιο το [komfúzio] Ο (άκλ.) : (οικ.) η πλήρης σύγχυση, κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από την έλλειψη τάξης ή σαφήνειας: Έχουν γίνει όλα μέσα στο μυαλό του ~. Γίνεται ~, υπάρχει πλήρης ασυνεννοησία, συνήθως όταν συνοδεύεται από φασαρία και φωνές.
[λόγ. < ιταλ. confusione < λατ. confusio (θηλ.) `ακαταστασία΄ κατά τη μορφή του λατ. ετύμου και μεταπλ. σε ουδ. από την ομοιότητα της κατάλ. [o] ]



