Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομφορμιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομφορμιστής ο [komformistís] Ο7 & κομφορμίστας ο [komformístas] Ο3 θηλ. κομφορμίστρια [komformístria] Ο27 : αυτός που προσαρμόζει τη στάση του στις εκάστοτε συνθήκες, που συμβιβάζεται και συμμορφώνεται με τις κυριαρχούσες απόψεις, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τα βαθύτερα πιστεύω του ή με τις επιταγές της συνείδησής του. ANT αντικομφορμιστής.

[λόγ. < γαλλ. conformiste (-iste = -ιστής)· κομφορμ(ιστής) -ίστας· λόγ. κομφορμισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go