Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπρεσέρ το [kompresér & kombresér] Ο (άκλ.) : μηχάνημα που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα και χρησιμοποιείται για τη διάτρηση σκληρών επιφανειών, για εκσκαφές κτλ.
[λόγ. < γαλλ. (rouleau) compresseur]