Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπρεσέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπρεσέρ το [kompresér & kombresér] Ο (άκλ.) : μηχάνημα που λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα και χρησιμοποιείται για τη διάτρηση σκληρών επιφανειών, για εκσκαφές κτλ.

[λόγ. < γαλλ. (rouleau) compresseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες