Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομπορρημοσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπορρημοσύνη η [komborimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του κομπορρήμονα· καυχησιολογία, κομπασμός.

[λόγ. < μσν. κομπορρημοσύνη < κομπορρήμ(ων) -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go