Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομποδεμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κομποδεμένος, μτχ. επίθ.
  • Που είναι γεμάτος ρόζους:
    • υψηλοί (ενν. οι δρύες) χοντρά κομποδεμένοι (Θησ. Ζ´ [372]).

[μτχ. παρκ. του κομποδένω, που απ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες