Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπλεξικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπλεξικός -ή -ό [kombleksikós & kompleksikós] Ε1 : για πρόσωπο που κατέχεται από κόμπλεξ ή για εκδηλώσεις που είναι αποτέλεσμα διάφορων κόμπλεξ: Είναι ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κομπλεξικός. Kομπλεξική συμπεριφορά.

[λόγ. κόμπλεξ -ικός απόδ. γαλλ. complexé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες