Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομπλεξικός -ή -ό [kombleksikós & kompleksikós] Ε1 : για πρόσωπο που κατέχεται από κόμπλεξ ή για εκδηλώσεις που είναι αποτέλεσμα διάφορων κόμπλεξ: Είναι ~ άνθρωπος και ως ουσ. ο κομπλεξικός. Kομπλεξική συμπεριφορά.
[λόγ. κόμπλεξ -ικός απόδ. γαλλ. complexé]