Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομπαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπαστής ο [kombastís] Ο7 : (λόγ.) αυτός που κομπάζει· καυχησιάρης.

[λόγ. < ελνστ. κομπαστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες