Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομοδίνο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομοδίνο το [komoδíno] Ο39 : μικρό έπιπλο που τοποθετείται δίπλα στο κρεβάτι, στο ύψος του κεφαλιού.

[λόγ. < ιταλ. comodino (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες