Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμουνιστοσυμμορίτης ο [komunistosimorítis] Ο10 : (μειωτ.) χαρακτηρισμός που απέδιδαν οι κυβερνητικοί σε μαχητή των αντάρτικων δυνάμεων κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) στην Ελλάδα.
[λόγ. κομμουνιστ(ής) -ο- + συμμορίτης]



