Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομμουνιστικός -ή -ό [komunistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κομμουνισμό ή που στηρίζεται στις αρχές του κομμουνισμού: Kομμουνιστικό κόμμα. Kομμουνιστικό μανιφέστο. Kομμουνιστική ιδεολογία / προπαγάνδα. || Kομμουνιστική Διεθνής.
κομμουνιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κομμουνιστ(ής) -ικός απόδ. γαλλ. communiste]



