Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομματόσκυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομματόσκυλο το [komatóskilo] Ο41 : (προφ., μειωτ.) φανατικό, πειθήνιο αλλά και εργατικό μέλος ενός κόμματος.

[κομματ- (κόμμα) 1 -ο- + σκυλ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες