Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομματισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομματισμός ο [komatizmós] Ο17 : ο καθορισμός της δράσης και της συμπεριφοράς κάποιου με γνώμονα αποκλειστικά το στενό κομματικό συμφέρον, ενώ η θέση του επιβάλλει υπερκομματική και αμερόληπτη στάση: Όχι στον κομματισμό, ναι στην αξιοκρατία!

[λόγ. κομματισ- (κομματίζομαι) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες