Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομματάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κομματάκι το.
  • Μικρό κομμάτι:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16224).

[<ουσ. κομμάτι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Meursius (κοματάκης) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go