Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομβικός -ή -ό [komvikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κόμβο, ως το καίριο σημείο από το οποίο εξαρτάται η περαιτέρω πορεία και εξέλιξη των πραγμάτων: H συζήτηση έφτασε σε κομβικό σημείο. Παραμένει το κομβι κό θέμα των ιδιωτικοποιήσεων.
[λόγ. κόμβ(ος)Ι -ικός απόδ. γαλλ. nodal]