Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολύμπι το [kolímbi] Ο44α : η μετακίνηση στην επιφάνεια του νερού με τη βοήθεια των κατάλληλων κινήσεων των χεριών και των ποδιών· κολύμβηση, μπάνιο2: Ξέρει καλό ~. Δεν του αρέσει καθόλου το ~. Πάμε για ~.
[κολυμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι]