Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολόβωμα το [kolóvoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολοβώνω. || (ιατρ.) το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει ύστερα από ακρωτηριασμό ή εκτομή.
[κολοβώ(νω) -μα]



