Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολχόζ το [kolxóz] Ο (άκλ.) : αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
[λόγ. < ρωσ. kolkhoz σύντμ. του kol(lektivnoe) khoz(yaistvo) `συλλογικό αγρόκτημα΄]



