Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολονέλος ο [kolonélos] Ο18 : (προφ., ειρ.) ο συνταγματάρχης.
[ιταλ. colonnello ή βεν. colonelo -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολονέλος ο.
-
- Ανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28917).
[<βεν. colonelo - ιταλ. colonnello. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ανώτερος αξιωματικός, συνταγματάρχης:



