Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολοβός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κολοβός, επίθ.
  • 1) Ελλιπής·
    • (μεταφ.):
      • κολοβή … αρετή (Σοφιαν., Παιδαγ. 97).
  • 2) Kοντός:
    • πόδας … κολοβούς (Φυσιολ. (Zur.) LVIII4).

[αρχ. επίθ. κολοβός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοβός -ή -ό [kolovós] Ε1 : 1. για ζώο του οποίου έχουν κόψει την ουρά: Kολοβή αλεπού. Kολοβό σκυλί. ΦΡ φίδι* κολοβό. 2. (μτφ., προφ.) του οποίου λείπει ένα τμήμα, κυρίως το τελευταίο: ~ στίχος. Άφησε τη φράση του κολοβή.

[αρχ. κολοβός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go