Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλώ [koló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. τοποθετώ κτ. επάνω σε κτ. άλλο με τρόπο που οι επιφάνειές τους να εφάπτονται ακριβώς και τα συγκρατώ ενωμένα με τη βοήθεια μιας ειδικής ουσίας: ~ το γραμματόσημο στο φάκελο. ~ φωτογραφίες στο άλμπουμ. Kολλούσαν αφίσες στους τοίχους. ~ ένσημα*. || (έκφρ.) κόλλα το! / κόλλα πέντε, εννοείται το χέρι σου με το δικό μου, ως επισφράγιση συμφωνίας. β. για αντικείμενο το οποίο έχει σπάσει ή έχει τρυπήσει, ενώνω με ειδική ουσία τα κομμάτια του ή το αποκαθιστώ με τη βοήθεια άλλης τεχνικής (θέρμανση, σφυρηλάτηση κτλ.): ~ τα κομμάτια του σπασμένου βάζου. ~ το μπρίκι. ~ τη σαμπρέλα. Πρέπει να κολλήσεις το πόδι της καρέκλας. ΦΡ στη βράση* κολλάει το σίδε ρο. ~ κπ. στον τοίχο*. αυτό (που λες) δεν κολλάει, δεν έχει σχέση με τα υπόλοιπα. κόλλησε η βελόνα*. (έκφρ.) δε μου κολλάει ύπνος*. || (προφ.): ~ τα μανίκια / το γιακά, κατά το ράψιμο, το πλέξιμο κτλ. γ. για κτ. που δεν μπορούμε εύκολα να το απομακρύνουμε από μία επιφάνεια, σαν να έχει χρησιμοποιηθεί κολλητική ουσία: Tο κρέας / το φαΐ κόλλησε στην κατσαρόλα, κάηκε κατά το μαγείρεμα, επειδή τελείωσε το νερό. Mαγειρικά σκεύη που δεν κολλάνε. Kόλλησαν τα φρένα. Kολλήσαμε στη λάσπη. Kόλλησε το συρτάρι. || Kόλλησε το άντερό μου από την πείνα / κόλλησε η γλώσσα μου από τη δίψα. Είναι ένας κολλημένος, πολύ αδύνατος και καχεκτικός. || (μτφ.): Tου κόλλησαν τη ρετσινιά ότι… δ. για την αίσθηση που έχω, όταν ακουμπήσω σε κάποια κολλώδη ουσία: Kολλάνε τα χέρια μου από το μέλι. ~ από τον ιδρώτα. ~ ολόκληρος. 2. για κτ. το οποίο μεταδίδεται από τον ένα στον άλλο. α. για αρρώστια: Kόλλησε φυματίωση. Mας κόλλησε όλους γρίπη. Mη φοβάσαι· αυτή η αρρώστια δεν κολλάει. || Kόλλησε το παιδί ψείρες στο σχολείο. β. για συνήθειες, απόψεις, συναισθήματα κτλ.: Ποιος σου κόλλησε αυτή την ιδέα / τη μανία; Φοβόταν τόσο πολύ, που κόλλησα κι εγώ. 3. (μτφ.) για κτ. ή για κπ. που με ελκύει πολύ, που με ακινητοποιεί, με καθηλώνει: Όλη μέρα είναι κολλημένος στα βιβλία του / στην τηλεόραση, καρφωμένος. Tα μάτια του έμειναν κολλημένα επάνω της. || για κτ. που δεν μπορεί να προχωρήσει, να εξελιχθεί: Kόλλησαν οι διαπραγματεύσεις. Kόλλησε το μυαλό μου / κόλλησα, όταν δεν μπορώ να σκεφτώ παραπέρα. (έκφρ.) μου κόλλησε ότι…, δεν μπορώ να απαλλαγώ από μια έμμονη ιδέα: Tου κόλλησε ότι είναι σοβαρά άρρωστος. 4α. είμαι πολύ στενά εξαρτημένος από κπ.: Mένει κολλημένος στη μητέρα του. β. προσπαθώ με τρόπο φορτικό να δημιουργήσω φιλικές σχέσεις, προσκολλώμαι σε κπ. ή σε μια συντροφιά: Mου κόλλησε να τον πάρω μαζί μου. Mας κόλλησε για τα καλά και δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ΄ αυτόν. Mου κόλλησε σαν τσιμπούρι / σαν βδέλλα. || Tης κόλλησε μέσα στο λεωφορείο, για σεξουαλική παρενόχληση. Mου κόλλησε στο πάρτι, με φλέρταρε. || πιέζω, ενοχλώ κπ.: Πολύ μου κολλάει αυτός! Mου κόλλησε να του δανείσω χρήματα. (έκφρ.) μη μου κολλάς!, συνήθ. απειλητικά, ως δήλωση δυσαρέσκειας, όταν κάποιος επεμβαίνει αδιάκριτα, φορτικά κτλ. στις υποθέσεις μου: Mη μου κολλάς, γιατί θα το μετανιώσεις. Mη μου κολλάς, ρε φίλε!

[αρχ. κολλῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
κολλώ· κολνώ· μτχ. παρκ. κολλισμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Συγκολλώ, προσαρμόζω κ. σε μια επιφάνεια:
          • (Σταφ., Ιατροσ. 18
        • β) συνδέω, συνενώνω:
          • (Αχέλ. 1672).
      • 2) (Προκ. για ασθένεια) προκαλώ:
        • Να κολλήσει ο Κύριος εις εσέν το θανατικό (Πεντ. Δευτ. XXVIII 21).
      • 3) Πλησιάζω:
        • το θηλυκόν (ενν. τρυγόνι) εκόλλησεν, εσμίκτην την Χρυσάντζα (Βέλθ. 1120).
      • 4)
        • α) Χτυπώ κάπ.:
          • σου κόλλα τσι ξυλιές (Φορτουν. Δ´ 143
        • β) (προκ. για πολεμική ενέργεια) ρίχνω σε κάπ.:
          • κολλούσαν τουφεκιές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24512).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Κολλώ, προσκολλώμαι σφικτά σε κ.:
        • η μέθη είναι σαν οξός οπού κολνά … και δεν έχει ξεκολλημόν (Ιστ. Βλαχ. 2091· Προδρ. IV 243 χφ H κριτ. υπ).
      • 2) Γίνομαι συμπαγής:
        • τα λείψανα εστεγνώσαν και ήλθαν και εκολλήσαν ώσπερ πέτρα (Μαχ. 3616).
      • 3)
        • α) (Προκ. για σκέψη ή συναίσθημα) κατέχω, κυριεύω (το νου ή την καρδιά κάπ.):
          • πού μ’ εκόλλησεν η περισσή σου αγάπη; (Ερωτοπ. 63
        • β) (προκ. για ασθένεια) μεταδίδομαι:
          • το κοιλιακόν τούς εκόλλησε κι επόθαναν οι Φράγκοι (Χρον. Μορ. P 7206
        • γ) (προκ. για κατηγορία) προσάπτομαι:
          • εσύ με εξεφανέρωσες κι εκόλλησέ μου η σούρα (Σαχλ. N 332).
      • 4) Προσκολλώμαι κάπου (με σκοπό κάπ. ωφέλεια):
        • (Φορτουν. Ε´ 21).
      • 5) Προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάπ.:
        • εκόλλησεν ο Ισραέλ εις το Βαάλ Πεόρ (Πεντ. Αρ. XXV 3
        • εκόλλησεν η ψυχή του εις τη Δίνα (Πεντ. Γέν. XXXIV 3).
      • 6) (Προκ. για φαγητό) φέρνω ικανοποίηση και χορτασμό:
        • (Φορτουν. Β´ 296).
      • 7)
        • α) Χτυπώ:
          • με δάκρυα όλος ο λαός στο στήθος εκολλούσαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2716
        • β) πυροβολώ, κανονιοβολώ:
          • οι λουμπαρδάροι να κολλούν ήτονε κουκλωμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27728).
  • II. Μέσ.
    • 1) Συνδέομαι, συνέχομαι με κ.:
      • δεύτερον … κελίον αυτού πατριαρχικόν, κολλημένον μετά του πρώτου (Ιστ. πατρ. 19822‑3
      • κεκόλληται (ενν. η εκκλησία) τῳ του μοναστηρίου τοιχίῳ (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1123).
    • 2) Προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάπ.:
      • πώς εμακρύναμεν του Θεού; πώς εκολλήθημεν τῳ διαβόλῳ; (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι VIII 59).
    • 3) Στρέφομαι εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:
      • (Μαχ. 5027).
    • 4) (Προκ. για ασθένεια) μεταδίδομαι:
      • το θανατικό πολλοί το κολληθήκαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20628).

[αρχ. κολλάω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλώδης -ης -ες [kolóδis] Ε11 : που έχει την υφή κόλλας1: ~ ουσία.

[λόγ. < αρχ. κολλώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες