Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολλύριο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλύριο το [kolírio] Ο42 : υγρό φάρμακο που ενσταλάζεται μέσα στο μάτι που πάσχει.

[λόγ. < ελνστ. κολλύριον]

[Λεξικό Κριαρά]
κολλύριον το· κολλούριον.
  • Kολλύριο:
    • χρίσε κολλούριον τα μάτια σου (Mάξιμ. Kαλλιουπ., K. Διαθ. Iω. γ´ 18).

[μτγν. ουσ. κολλύριον. O τ. αρχ. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες