Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολλαριστός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλαριστός -ή -ό [kolaristós] Ε1 : που τον έχουν κολλαρίσει: ~ γιακάς. Kολλαριστό πουκάμισο. || (επέκτ., προφ.) για κτ. πολύ καινούριο: Kολλαριστά σεντόνια. || Kολλαριστό χαρτονόμισμα, νεόκοπο, αχρησιμοποίητο. (έκφρ.) έσκασε δέκα / είκοσι… κολλαριστά, για την πληρωμή σε μετρητά ενός μεγάλου ποσού, είτε αυτό θεωρείται υπερβολικό είτε όμως και λογικά υψηλό, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του αντικειμένου που αγοράστηκε.

[κολλαρισ- (κολλαρίζω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go