Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολλάρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολλάρισμα το [kolárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολλα ρίζω: Ο γιακάς θέλει ~. Tο ~ των ρούχων.

[κολλαρισ- (κολλαρίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go