Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολιέ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολιέ το [kolé] Ο (άκλ.) : κόσμημα που φοριέται γύρω από το λαιμό· (πρβ. περιδέραιο). κολιεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. collier· κολιεδ- (κολιές) -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολιές ο [kolés] Ο13 : (προφ., σπάν.) κολιέ.

[κολιέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go