Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολασμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολασμός ο [kolazmós] Ο17 : 1. (λόγ., νομ.) ποινή, τιμωρία. 2. μετριασμός μιας κακής εντύπωσης ή των δυσάρεστων αποτελεσμάτων μιας πράξης ή ενός λόγου. || προσπάθεια να δικαιολογηθεί, να στηριχτεί ή να μεθοδευτεί μια ενέργεια.

[λόγ. < ελνστ. κολασμός]

[Λεξικό Κριαρά]
κολασμός ο.
  • Τιμωρία:
    • δίχως να ’χει (ενν. η καρδιά μου) κολασμόν ένι καμένη (Κυπρ. ερωτ. 1029).

[μτγν. ουσ. κολασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go