Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολακεία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολακεία η [kolakía] Ο25 : υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά, ψεύτικος ή υπερβολικός έπαινος που απευθύνεται σε κπ. από υστεροβουλία: Mε τις κολακείες του κατάφερε να γίνει αρεστός στους προϊσταμένους του και να πάρει αύξηση.

[λόγ. < αρχ. κολακεία]

[Λεξικό Κριαρά]
κολακεία η.
  • Υπερβολικά καλή συμπεριφορά για την απόκτηση συμπάθειας· απάτη, ξεγέλασμα:
    • (Λίβ. N 1823
    • εποίησες μυρίας τέχνας και χιλίας κολακείας (Τρωικά 52322).

[αρχ. ουσ. κολακεία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go