Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολάσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολάσιμος -η -ο [kolásimos] Ε5 : για πράξη που πρέπει να τιμωρηθεί, που είναι άξια τιμωρίας: Kολάσιμη συμπεριφορά. Kολάσιμο παράπτωμα. Aυτό που έγινε είναι κολάσιμο.

[λόγ. κολασ- (κολάζω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες