Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολάσιμος -η -ο [kolásimos] Ε5 : για πράξη που πρέπει να τιμωρηθεί, που είναι άξια τιμωρίας: Kολάσιμη συμπεριφορά. Kολάσιμο παράπτωμα. Aυτό που έγινε είναι κολάσιμο.
[λόγ. κολασ- (κολάζω) -ιμος]



