Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκτέιλ το [koktéil] Ο (άκλ.) : 1. μείγμα ποτών συνήθ. οινοπνευματωδών: ~ με βότκα. ~ φρούτων. || ~ μολότοφ*. 2. (και ως επίθ.) ημιεπίσημη βραδινή δεξίωση, στην οποία προσφέρονται ποτά: ~ πάρτι. || φόρεμα ~, φόρεμα για την αντίστοιχη εκδήλωση, όχι ιδιαίτερα επίσημο.
[λόγ. < αγγλ. cocktail]