Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκοφοίνικας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκοφοίνικας ο [kokofínikas] Ο5 : είδος φοίνικα, του οποίου ο καρπός, ωοειδής ή ελλειψοειδής, με παχύ ινώδες περίβλημα, σκληρό ενδοκάρπιο και πλούσιο σε λάδι ενδοσπέρμιο, ονομάζεται ινδική καρύδα.

[λόγ. κοκο- (< αγγλ. coco) + φοίνιξ > φοίνικας μτφρδ. αγγλ. coco palm < ισπαν. coco]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες