Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορομαχία η [kokoromaxía] Ο25 : 1. μάχη ανάμεσα σε κοκόρια, συνήθ. ως οργανωμένο θέαμα το οποίο συνοδεύεται από στοιχήματα. 2. (μτφ., ειρ.) ανόητος καβγάς.
[λόγ. κόκορ(ας) -ο- + -μαχία]



