Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκκινόβαφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοκκινόβαφος, επίθ.
  • Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
    • χείλη κοκκινόβαφα (Φλώρ. 813
    • μετάξια κοκκινόβαφα (Λίβ. N 1888).

[<επίθ. κοκκινοβαφής. Η λ. σε σχόλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες