Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινόβαπτος, επίθ.· κοκκινόβαφτος.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα:
- μετάξι κοκκινόβαφτον (Λίβ. Esc. 2148).
[<επίθ. κόκκινος + βαπτός]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα: