Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκκινομάλλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκκινομάλλης ο [kokinomális] Ο11 θηλ. κοκκινομάλλα [kokinomála] & κοκκινομαλλούσα [kokinomalúsa] Ο25α : αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά.

[κοκκινο- + -μάλλης· κοκκινομάλλ(ης) -α· κοκκινομάλλ(α) -ούσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go