Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινοβαφής, επίθ.
-
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος:
- ιστία … κοκκινοβαφή (Δούκ. 4175‑6· 17922).
[μτγν. επίθ. κοκκινοβαφής]
- Βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος: