Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινάδι το [kokináδi] Ο44 : παλαιότερη ονομασία για το κραγιόν ή το ρουζ.
[μσν. κοκκινάδιον < κόκκιν(ος) -άδιον > -άδι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινάδι το.
-
- 1) Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
- Τα κοκκινάδια τα ’μορφα του ξέλαμπρου προσώπου (Θησ. ΙΒ´ [21]).
- 2) Kαλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, «κοκκινάδι»:
- να φτιαστώ με κοκκινάδι (Συναξ. γυν. 891).
[<επίθ. κόκκινος + κατάλ. ‑άδι. Τ. ‑ιον στο Du Cange. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:



