Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκίο το [kokío] Ο39 : α. (λόγ.) μικροσκοπικός κόκκος. β. (βιολ., συνήθ. πληθ.) μικροσκοπικά μόρια που αποτελούν το πρωτόπλασμα του κυττάρου.
[λόγ.: α: ελνστ. κοκκίον (υποκορ. του αρχ. κόκκος)· β: σημδ. αγγλ.(;) granule]



