Παράλληλη αναζήτηση
| 53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκίν το,
- βλ. κοκκί(ο)ν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινάδα η [kokináδa] Ο26 : η κοκκινιά.
[μσν. κοκκινάδα < κόκκιν(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινάδα η.
-
- Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
- εκ τα χείλη σου δεν λείπει κοκκινάδα (Ch. pop. 556· Κορων., Μπούας 33).
[<επίθ. κόκκινος + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινάδι το [kokináδi] Ο44 : παλαιότερη ονομασία για το κραγιόν ή το ρουζ.
[μσν. κοκκινάδιον < κόκκιν(ος) -άδιον > -άδι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινάδι το.
-
- 1) Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
- Τα κοκκινάδια τα ’μορφα του ξέλαμπρου προσώπου (Θησ. ΙΒ´ [21]).
- 2) Kαλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, «κοκκινάδι»:
- να φτιαστώ με κοκκινάδι (Συναξ. γυν. 891).
[<επίθ. κόκκινος + κατάλ. ‑άδι. Τ. ‑ιον στο Du Cange. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινάμορφος, επίθ.,
- βλ. κοκκινόμορφος.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινάσπρος, επίθ.
-
- Κόκκινος και άσπρος:
- (Πορτολ. Α 1437).
[<επίθ. κόκκινος + άσπρος]
- Κόκκινος και άσπρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινέλι το [kokinéli] Ο44α : είδος κρασιού με κοκκινωπό χρώμα.
[κόκκιν(ος) -έλι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκκινιά η [koki
á] Ο24 : στίγμα, κηλίδα από κόκκινο χρώμα· κοκκινάδα. [κόκκιν(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοκκινίδιν το.
-
- Καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον (ο αρχ. κνίδιος κόκκος), κοιν. χολοκούκι, σε φαρμακευτική χρήση (Γεννάδιος 223):
- Tρίψον καλώς κοκκινίδιν και τρίβων ποίει αυτό ως βούτυρον (Ορνεοσ. αγρ. 52823).
[<ουσ. κοκκινίς + κατάλ. ‑ίδιν. Η λ. στο Meursius]
- Καρπός του φυτού δαφνοειδές το κνίδιον (ο αρχ. κνίδιος κόκκος), κοιν. χολοκούκι, σε φαρμακευτική χρήση (Γεννάδιος 223):



