Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκκάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκκάρι το [kokári] Ο44 : μικρός βολβός κρεμμυδιού που είναι κατάλληλος για φύτεμα.

[ελνστ. κοκκάριον υποκορ. του αρχ. κόκκος]

[Λεξικό Κριαρά]
κοκκάρι το.
  • Mικρός βολβός κρεμμυδιού που προορίζεται για μεταφύτευση:
    • (Bαρούχ. 48614).

[αρχ. ουσ. κοκκάριον. H λ. στο Somav. (κ‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες