Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκαλιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλιάζω [kokalázo] Ρ2.1α μππ. κοκαλιασμένος : (προφ.) 1. αδυνατίζω πάρα πολύ. 2. κοκαλώνω2.

[κόκαλ(ο) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες