Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκαλένιος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοκαλένιος, επίθ.
  • Κατασκευασμένος από κόκαλο:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 186), (Σεβήρ., Σημειώμ. 37α).

[<ουσ. κόκαλο(ν) + κατάλ. ένιος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλένιος -α -ο [kokalénos] Ε4 : κοκάλινος.

[μσν. κοκαλένιος < κόκαλ(ο) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες