Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκάλι το [kokáli] Ο44 : είδος αφρόψαρου που συγγενεύει με το σαυρίδι, έχει σκούρο χρώμα και λέπια που χρυσίζουν.
[εν. < αρχ. πληθ. κοκάλια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκαλιάζω [kokalázo] Ρ2.1α μππ. κοκαλιασμένος : (προφ.) 1. αδυνατίζω πάρα πολύ. 2. κοκαλώνω2.
[κόκαλ(ο) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκαλιάρης -α -ικο [kokaláris] Ε9 : (μειωτ.) που είναι εξαιρετικά αδύνατος: Ένα κοκαλιάρικο άλογο. Ένας ~ γέρος καθόταν έξω από την εκκλησία και ζητιάνευε. || (ως ουσ.).
[κόκαλ(ο) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκαλιάρικος -η -ο [kokalárikos] Ε5 : κοκαλιάρης.
[κοκαλιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκάλιασμα το [kokálazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κοκαλιάζω.
[κοκαλιασ- (κοκαλιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκάλινος -η -ο [kokálinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από κόκαλο: Kοκάλινο χτένι. Γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Mαχαίρι με κοκάλινη λαβή.
[λόγ. κόκαλ(ον) -ινος]



