Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοινωνιογλωσσολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοινωνιογλωσσολογικός -ή -ό [kinonioγlosolojikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στην κοινωνιογλωσσολογία: Kοινωνιογλωσσολογική μελέτη. κοινωνιογλωσσολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κοινωνιογλωσσολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go