Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινοτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοινοτικός -ή -ό [kinotikós] Ε1 : α. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κοινότητα: Kοινοτικό δάσος. Kοινοτική επιχείρηση. Kοινοτικοί υπάλληλοι. ~ δρόμος. Kοινοτικό κατάστημα, τα γραφεία της κοινότητας. β. που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Kοινοτικό δίκαιο. Kοινοτική πολιτική.

[λόγ. κοινότ(ης δες στο κοινότητα) -ικός απόδ. γαλλ. de la communauté, communautaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες