Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοινολογώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοινολογώ [kinoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό κτ. το οποίο συνήθ. θα ήταν επιθυμητό να παραμείνει κρυφό ή μυστικό: Aυτά που σου λέω τώρα μην τα κοινολογήσεις. ~ ένα μυστικό. Aποφάσισαν να μην κοινολογήσουν τον αρραβώνα τους.

[λόγ. ενεργ. < αρχ. κοινολογοῦμαι `συσκέπτομαι΄ ενεργ. κατά το γαλλ. communiquer]

[Λεξικό Κριαρά]
κοινολογώ.
  • 1) (Ενεργ. και μέσ.) συνομιλώ, συζητώ με κάπ.:
    • να κοινολογήσω το πράγμα με όσους σοφούς και πεπαιδευμένους (Σοφιαν., Παιδαγ. 91
    • ο βασιλεύς περί του Θωμά κοινολογείται τοις πρέσβεσιν (Ιστ. Ηπείρ. IX2).
  • 2) Ανακοινώνω:
    • γραφήν μου τοις πάσι κοινολογήσαντες (Θεολ., Τζίρ. 3596).

[αρχ. κοινολογέομαι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go