Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοινοβιάρχης ο.
-
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:
- (Χίκα, Μονωδ. 156).
[<ουσ. κοινόβιον + ‑άρχης. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- (Εκκλ.) ηγούμενος κοινοβιακού μοναστηριού:



