Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιμήσικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμήσικος -η -ο [kimísikos] Ε5 : (οικ.) που χαρακτηρίζει τον κοιμήση.

[κοιμήσ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες