Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιμήσης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμήσης ο [kimísis] Ο11 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε διακρίνεται για την ευστροφία του ή την ενεργητικότητά του· κοιμισμένος.

[ουσιαστικοπ. μσν. απαρέμφ. *το κοιμήσει(ν) του αρχ. κοιμοῦμαι με προσθήκη που χαρακτηρίζει το αρσ. (ορθογρ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες