Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιμήσης ο [kimísis] Ο11 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε διακρίνεται για την ευστροφία του ή την ενεργητικότητά του· κοιμισμένος2β.
[ουσιαστικοπ. μσν. απαρέμφ. *το κοιμήσει(ν) του αρχ. κοιμοῦμαι με προσθήκη -ς που χαρακτηρίζει το αρσ. (ορθογρ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ης)]